- αυτόβουλος
- ος, ο[ν]1) своевольный; самовольный (о поступке и т. п.); произвольный; 2) действующий по собственной воле, инициативе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτόβουλος — self willing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόβουλος — η, ο (Α αὐτόβουλος, ον) [βούλομαι] αυτός που κάνει κάτι με τη δική του θέληση … Dictionary of Greek
αυτόβουλος — η, ο επίρρ. α αυτός που ενεργεί από δική του βούληση κι όχι πιεζόμενος: Η ενέργειά του εκείνη ήταν αυτόβουλη. Ουσ. αυτοβουλία, η η ενέργεια από θέληση του ίδιου του ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοβούλως — αὐτόβουλος self willing adverbial αὐτόβουλος self willing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόβουλον — αὐτόβουλος self willing masc/fem acc sg αὐτόβουλος self willing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοβούλοις — αὐτόβουλος self willing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοβούλου — αὐτόβουλος self willing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοβούλους — αὐτόβουλος self willing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόβουλε — αὐτόβουλος self willing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόβουλοι — αὐτόβουλος self willing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek